τρανωτικόν

τρανωτικόν
τρανωτικός
fitted for clearing up
masc acc sg
τρανωτικός
fitted for clearing up
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρανωτικός — ή, όν, Α [τρανῶ] αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει κάτι σαφές, διευκρινιστικός, διαφωτιστικός («σαφηνιστικὸν πάντων καὶ τρανωτικόν», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”